- ἐράσμια
- ἐράσμιοςlovelyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερασίπτερος — ἐρασίπτερος, ον (Α) αυτός που έχει εράσμια, πολύ ωραία φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Σπένερ, Φίλιπ Γιάκομπ — (Spener). Γερμανός θεολόγος και συγγραφέας (Ραπολτσβάιλερ, Αλσατία 1635 Βερολίνο 1705). Ήταν προτεστάντης ιεροκήρυκας σε διάφορες γερμανικές πόλεις και είναι ο ιδρυτής (1670) της «Ένωσης των ευσεβών», διαφόρων ομάδων πιστών που σκοπό είχαν την… … Dictionary of Greek